When I don’t sleep I don’t exist
Insomnia
If only I could spend the rest of the time asleep
I'm falling apart
How long is it going to take till I collapse
Till I am burnt to the ground
Or until I rise again
Oh goodness can I rise?
Will i rise again?
It's 3 a.m.
The most evil things start to play the lead role before my eyes
I cannot f****** get any f****** sleep
My eyes are sore
I cannot open them easily
always artificial tear drops next to me
I am afraid that I'm not going to be able to sleep again
I'm thinking that oh my f****** goodness I'm going to die and I won't get any sleep even when I'm dead
My skin starts to tremble
My temper and my speech cannot be controlled
I'm in a hurry when I speak
I have to slow down
I must sleep
Οδηγίες για βραδινό ή και όχι ύπνο
1. Βρίσκετε τον εαυτό σας σε οριζόντια θέση
Ιδανικά καλό θα είναι να έχουν προηγηθεί οι διαδικασίες προσωπικής φροντίδας (πλύσιμο δοντιών
προσώπου οδοντικό νήμα επάλειψη κρέμα σε πρόσωπο λαιμό και χέρια ίσως ένα χαλαρωτικό μπάνιο
ενούρηση πυτζάμες) σε οποιαδήποτε σειρά επιθυμείτε
2α. Κλείνετε τα μάτια
2β. Κάνετε μερικές σκέψεις ή αν θέλετε πηγαίνετε κατευθείαν στο στάδιο 3
Αυτές οι σκέψεις απαρτίζονται συχνά από γεγονότα διασκεδαστικά ή μη που προηγήθηκαν της
δεδομένης ώρας.
Στη συνέχεια εναλλάσσονται από εμμονές σκέψεις σκοτεινές πράγματα τα οποία δεν πρόκειται να
ξανασυμβούν.
Και περνούν τα λεπτά και οι ώρες.
Και βομβαρδίζεσαι πια από εικόνες ήχους και φωνές που δεν έχεις την παραμικρή ιδέα από πού
ξετρυπωσαν
3. Κοιμάστε
Ενδέχεται να ξυπνήσετε και πάνω από πέντε φορές, είτε χωρίς λόγο είτε επειδή έχετε
επαναλαμβανόμενους εφιάλτες
Επαναλαμβάνεις αποτυχως κ δυστυχως τα στάδιο 2 και 3.
Δοκιμάζεις τις αναπνοές
Βάζεις μερικές σταγόνες στα ξερά από την αϋπνία μάτια
Κάνεις σβούρες,
Γίνεσαι ένα με το σεντόνι, το στρώμα το μαξιλάρι, την κουβέρτα, τα πόδια του κρεβατιού, το πάτωμα το
δωμάτιο το ταβάνι
Χριστέ μου πόσες ώρες έχω κοιτάξει το ταβάνι περιμένοντας, έτσι κουβαρι να με φοράει ολόκληρο το
δωμάτιο και να μην χωράω εγώ σε αυτό.
4.Ξυπνάτε ή και όχι την επόμενη μέρα ξεκούραστα
The hand
There was this pale hand
Sad was the hand; sad was its owner
Worlds had been traveled; lives had been lived
So one day the hand, came to me its end to seek;
Its owner in despair had totally agreed
So I grabbed the hand upper by its third eye
Bit it and ate it,
Leaving its owner to leap into the void and die.
The doll
There is nothing I can reach
My hands are stiff like the limbs of a porcelain doll
Placed by someone else behind my back
Must have thought I am not real
Although I am sure my recorded song
This person could clearly hear
Bitten hands
Bitten hands I saw them in my last night’s dream
Bitten hands they were held by me
Bitten hands they were previously alive
Bitten hands with all my mind I dreamt to bite
Lady justice
Through my blind eyes
I thoroughly examine all the people's deeds
Watching meticulously their movements
Considering carefully their intentions
And those who thought I have never seen
Their thoughts I can always read
Balancing and precisely estimating their actions
In their awakening nightmares
I thrust my sword beyond their grounds
Among dark lightings and silent thunder sounds
And like wildfire, I furiously appear
For their reflections, I shall forever tear
Helping hand
A helping hand when in need
Let me grab it so I can breathe through it
Your fingers are soft your skin is hot
Swallowing all your kindness I suck your blood
Now I am alive again watching this hand
Its life to drain
The suicide
A round white hole is hanging on the opposite wall
Three black lines perpetually go round
Pointing at twelve still and strict figures
Observing my life since I was born
The shadows are the judge and the figures are the jury
Their verdict is harsh; striking upon me all their wrath and fury:
Sentenced to death they screamed
Little did they know what a relief has been
Now my joy I have to hide;
Pretending that because of all my sadness I am a suicide
6 μεγάλα μαύρα γράμματα
Σήμερα ξόδεψα την μισή μου μέρα δίπλα στην θάλασσα
Δίπλα σε άλλο σώμα
Δίπλα σε ξένο σώμα
Άλλο από το δικό σου
Σε θύμιζε η αύρα της αν και ποτέ δεν κολυμπήσαμε μαζί σε αυτή
Το ξένο σώμα άγγιξε το δικό μου
Τα χέρια μου αναζήτησαν τα δικά σου
Άδεια.
Τα ξένα χείλη φίλησαν τα δικά μου
Η γλώσσα μου αναζήτησε τη γεύση σου
Φεύγοντας ένα κτίριο
6 μεγάλα μαύρα γράμματα
6 λατινικοί χαρακτήρες
6 κόμποι
6 σκιές με περικύκλωσαν
Κάθε ένα γράμμα ελπίζω να πέσει πάνω σου και να σε ισοπεδώσει
Κάθε γράμμα και μία νέα πληγή σχεδόν θανάσιμη
Ένα για τον ανεκπλήρωτο έρωτα
Το γράμμα αλφα για την αναμονή
Ακόμη ένα γράμμα για τη λαγνεία
Το επόμενο για αυτό που δεν μου επέστρεψες
Το 5 για τις ξάγρυπνες νύχτες
Και και το τελευταίο το πιο βαρύ και το πιο μαύρο από όλα για την απέραντη θλίψη
Και αντί να κάψουν εσένα πνίγουν εμένα
Μέσα στη θάλασσα μέσα στα ξένα χέρια
Πάρε τα γράμματα και βάλτα στον πάτο σου. Μαλακα
Η τρύπα
Μερικές φορές όταν κοιτάζω τα μάτια μου στον καθρέφτη είναι περιέργως μεγάλα και γυαλιστερά.
Ίσως φταίει η αϋπνία
Δύο γαλαζοπράσινοι δίσκοι και στη μέση μία διάφανη μαύρη κουκκίδα
μια γεμάτη αδειοσύνη τρυπα
The question
What is the point
I cannot see drowning in a dry sea
Spending my life swimming out of it
Convincing myself
I’ll be what I want to be
But what is the point
I cannot see
Το όνειρο
«Εχθές το βράδυ ονειρευόμουνα πως ονειρευόμουν ότι πετούσα. Είχα επίγνωση ότι ονειρευόμουν και ότι πετούσα και ήξερα ότι έπρεπε να γυρίσω στο σώμα μου, το οποίο βρισκόταν στο κρεβάτι (κοιμισμένο).
Αφού έκανα μία απολαυστική βόλτα σε αρκετά χαμηλό ύψος στη νυχτερινή πόλη επέστρεψα στο δωμάτιό μου. Περίμενα πως θα έβρισκα τον εαυτό μου να κοιμάται. Καθώς όμως κοίταξα προς το κρεβάτι από τη μισάνοιχτη πόρτα το είδα άδειο. Το σώμα μου με μερικά ψίχουλα του εαυτού μου κοιτούσε προς τα έξω, από το παράθυρο σε όρθια θέση έτοιμο να φύγει για να ψάξει κάτι.
Αρχικά σκέφτηκα ότι ήθελα να βρω εμένα. Και το φώναξα, όμως δεν γύρισα. Συνέχισα να κοιτάω προς τα έξω. Συνέχισα να με φωνάζω αλλά δεν με άκουγα. Τελικά έκανα ένα βήμα έξω από το παράθυρο και βρέθηκα στα κεραμίδια των γειτονικών σπιτιών, μετά ακόμη ένα βήμα. Κάπου μερικά βήματα πιο πέρα άκουσα κάποιον να με φωνάζει. Ήμουν εγώ μέσα στο σπίτι. Γύρισα (και) με κοίταξα. Κοιταχτήκαμε. Δεν είμαι σίγουρη αν βρήκαμε κάτι γνώριμο στους εαυτούς μας. Τέσσερα άδεια βλέμματα. Τέσσερα ανοιχτά μάτια. Δύο σώματα κενά. Αναγνωρίσαμε αμέσως την κατάστασή μας και σαν να καταλαβαίναμε η μία την άλλη αποχαιρετιστήκαμε βουβά. Με έβλεπα να φεύγω και να μένω. Αυτό που θυμάμαι από το όνειρο στο τέλος είναι ότι ήμουν μία όμορφη γυναίκα. Όταν ξύπνησα ήμουν κουρασμένη.»
04/06/2017
The Way
Slouching on a chair is what she needs
Contemplating over her past deeds
A train of thoughts is passing before her eyes
Neither the speed moves her nor the light makes her blind
A parade of countless wagons of sadness and joy
Full of noisy passengers who her calmness do not destroy
Scenes of tomorrow is what she only sees
Longing for the next train and the tales it brings
It did not come to her as a surprise
When Cassandra and Clytemnestra from the crowd they arise
Eternal enemies now they're holding hands
Their fights leave behind of the past
The one welcomes her impotence to convince
The other her guilt proudly admits
Together from the train station they’re drawing away
Looking forward to walking their lives’ greatest way
Ασκήσεις βίας
Ασκώ βία όταν ξυπνάω το πρωί και τα μάτια μου ξερά αδυνατούν να αντικρίσουν το φως λόγω της άυπνής μου νύχτας.
Ασκώ βία όταν κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέφτη και τον κατακρίνω για τα κόκκινα πρησμένα μάτια, για το χλωμό δέρμα, για τους μαύρους κύκλους.
Ασκώ βία όταν πρέπει να φορέσω ρούχα που με καταπιέζουν και τελικά με φοράνε αυτά και ρουφάνε την ενέργειά μου και τα χαρακτηριστικά μου. Κι αλήθεια μερικές φορές φαίνεται να είναι αυτά η ψυχή μου και εγώ τα τσαλακωμένα πανιά και υφάσματα.
Μα περισσότερο ασκώ βία στον εαυτό μου όταν κυκλοφορώ ανάμεσα στα τεράστια τσιμεντένια θεόρατα κτίρια που εμποδίζουν το φως του ήλιου να φτάσει στο ύψος των ματιών μου. Με καταπίνουν και με αναμειγνύουν στον τσιμεντένιο πολτό τους και γίνομαι και εγώ μέρος της σύστασής τους μέχρι να με ξεράσουν ξανά στη σπηλιά μου, πιο τσιμεντένια από την προηγούμενη μέρα.
Ασκώ βία στον εαυτό μου όταν όταν περπατώ και κάνω ποδήλατο ανάμεσα στα τόσα αυτοκίνητα σταθμευμένα και σε κίνηση, ένα συσσωμάτωμα μεταλλικό, ξένο στο φυσικό κόσμο μα τόσο ταιριαστό σε αυτόν του τσιμέντου. Μηχανές φτιαγμένες ώστε να φαίνονται επιθετικές φτιαγμένες έτσι ώστε μερικές φορές να φαντάζουν αντικαταστάτες των ζώντων οργανισμών συνεπώς και του δικού μου. κάθε λεπτό που βρίσκομαι ανάμεσά τους με παρασύρουν στην επιθετικότητα τους και ανταλλάσσουν ανθρώπινο υλικό με μέταλλο. Μέχρι που με παρκάρουν το βράδυ πιο μεταλλική και σιδερένια από την προηγούμενη μέρα.
Ασκώ βία στον εαυτό μου και ειδικότερα στις φωνητικές χορδές όταν χρειάζεται να εξηγήσω κάτι σε κάποιον που δεν πρόκειται να καταλάβει, μέχρι που πάλλονται τόσο έντονα και παραμένει αυτό το τρέμουλο ακόμη και όταν σταματάω να μιλάω.
Ασκώ βία στον εαυτό μου και συγκεκριμένα στα αυτιά μου όταν ακούω φωνές που μιλούν άσχημα, όταν ακούω τη δική μου φωνή σιδερένια και μεταλλική να προσπαθεί να επιβληθεί και να κυριαρχήσει εις βάρος των άλλων. Όταν χρειάζεται να ακούω γνώμες χωρίς σκέψη, πομφυρολογίες και φληναφήματα, βιαστικά συμπεράσματα τα οποία οδηγούν σε αυτό που ο λαός μας καλεί κουτσομπολιό.
Ασκώ βία στον εαυτό μου και ειδικότερα στα μάτια μου όταν περνούν από μπροστά μου εικόνες στις οποίες ασκείται βία στους άλλους, στην φύση και στο περιβάλλον.
Ασκώ βία στα μάτια μου όταν στέκομαι για περίσσια ώρα μπροστά σε ένα λευκό καμβά, μπροστά σε μία ανούσια φωτεινή οθόνη, μπροστά σε φως που αντανακλάται και θαμπώνει την όραση μου, καθώς η αϋπνία ξεραίνει τα μάτια μου και μου δίνει την αίσθηση πώς μυριάδες βελόνες θέλουν να βγουν έξω από αυτά.
Ασκώ βία στη σκέψη μου όταν την καταπιέζω και στο μυαλό μου όταν η φαντασία του περιορίζεται, η έκφραση του χαλιναγωγείται και η δημιουργικότητα του χρειάζεται να μπει σε νόρμες και μοτίβα άλλων.
Ασκώ βία συναισθηματική στον εαυτό μου όταν το απαγορεύω να εκφράσει τα συναισθήματά του γιατί έτσι μου έμαθαν. Όταν χτυπάω να μην πονάω, όταν πονάω να μην κλαίω. Άλλωστε πώς θα μπορούσα να το κάνω αυτό τόσο μεταλλική, σιδερένια, τσιμεντένια; Τόσο σκληρή που δεν επιτρέπεται να αγαπήσεις ή να το δείξεις τουλάχιστον. Άλλωστε πώς να τολμούσα; Μία ρωγμή και έπειτα αμέσως ένας σωρός από μέταλλα, σίδερα και πέτρες.
Ασκώ βία στο σώμα μου διατροφική όταν δεν τρέφομαι σωστά και όταν το διατηρώ άυπνο καθώς τα σίδερα μέταλλα και το τσιμέντο που το απαρτίζουν πάλλονται χωρίς σταματημό από την καθημερινή και έντονη δραστηριότητα των φωνητικών χορδών, των τυμπάνων στα αυτιά μου, των βλεφάρων στα μάτια μου και των σκέψεων στον νου μου. Και όλα μαζί συντονίζονται στον ίδιο ρυθμό και εκκωφαντικά γκρεμίζονται για να ξανά χτιστούν σε επώδυνους κύκλους, την ώρα που θα έπρεπε το σώμα να κινητοποιηθεί, ο νους να ξεκουραστεί και ο εαυτός μου να κοιμηθεί.
Ασκώ βία ακόμη και όταν καταφέρνω να κοιμηθώ. Τότε το σώμα μου και το μυαλό μου, με εκδικούνται και ασκούν βία προβάλλοντας εικόνες με το χειρότερο περιεχόμενο, εφιάλτες με πρωταγωνιστές και σκηνικά βγαλμένα από τις πιο σκοτεινές γωνιές όχι μόνο του δικού μου μυαλού του δικού μου συνειδητού και ασυνείδητου μου κόσμου, αλλά εικονορροές που δεν θα μπορούσα ποτέ να πιστέψω πως κάποιος μπορεί να σκεφτεί, πόσο μάλλον εγώ.
Και όταν τελικά σκέφτομαι πως γίνεται εγώ – που θεωρώ τον εαυτό μου αισιόδοξο, απαλλαγμένο από κοινωνικά στερεότυπα και επιταγές ή προσταγές τάσεων, μοδών και άλλων ανθρώπων – να ασκώ τόση βία στον εαυτό μου, πραγματικά αναρωτιέμαι πόση βία μπορεί να ασκεί κάποιος στον δικό του εαυτό, όταν υποκύπτει και υποτάσσεται στις ανάγκες και τα θέλω των άλλων.
Και καθώς είναι γνωστό πως η βία φέρνει βία τελικά γίνεται ευκόλως κατανοητό το γιατί ζούμε σε αυτόν τον καθημερινό κύκλο πίεσης και έντασης, βομβαρδισμένοι συνεχώς από διάφορους πομπούς με γεγονότα λυπηρά, πολέμους, ατυχήματα και μισός.
Με τις σκέψεις αυτές λοιπόν αφουγκράζομαι το περιβάλλον και τον γύρω μου κόσμο και συνειδητοποιώ ότι σε αυτόν τον αέναο κύκλο άσκησης βίας συνεχώς συμβαίνει ένας πόλεμος μέσα μου. Αυτός του ανθρώπινου υλικού με έναν γίγαντα τσιμεντένιο, μεταλλικό, σιδερένιο.